- θαλασσασφάλεια
- ηη ασφάλιση πλοίου ή εμπορευμάτων εναντίον τών κινδύνων τής θάλασσας, η ναυτασφάλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ασφάλεια. Η λ. στον πληθ. θαλασσασφάλειαι μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσασφάλεια — η ασφάλιση των ναυτικών από τους κινδύνους της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek